Όλες οι σωματικές αρρώστιες παρουσιάζουν και ψυχολογικά προβλήματα : είναι σωματικές και ψυχικές ταυτόχρονα. Ένας που υποφέρει από καρκίνο μπορεί να εμφανίσει κατάθλιψη. Το άγχος, ο θυμός και ο φόβος είναι συναισθήματα που συνοδεύουν κάθε σοβαρή σωματική νόσο. Από την άλλη πλευρά πολλές ψυχώσεις, νευρώσεις και διαταραχές προσωπικότητας παρουσιάζουν σωματικά συμπτώματα παρόλο που δεν αντιστοιχούν σε καμιά οργανική παθολογία.
Ψυχοσωματικές ονομάζονται οι οργανικές διαταραχές , που οφείλονται σε κάποια ψυχολογική αιτία ή τουλάχιστον έχουν ένα ψυχολογικό παράγοντα στην αιτιολογία τους ( Χαρτοκόλλης , 1991). Οι ψυχοσωματικές διαταραχές αναφέρονται αφενός σε μια οργανική παθολογία και όχι σε σωματική συμπτωματολογία και αφετέρου σε μια ψυχολογική παθολογία.
Μέχρι περίπου το 1920 ο όρος ψυχοσωματικός χρησιμοποιείτο με μεγάλη ασάφεια. Κάτω από την επήρεια της Ψυχανάλυσης και κυρίως του Alexander και της Σχολής του Σικάγου εφαρμόσθηκε η θεωρία των ψυχικών συγκρούσεων στις ψυχοσωματικές ασθένειες. Συγκεκριμένα απωθημένες συναισθηματικές συγκρούσεις παίζουν ένα κεντρικό ρόλο στη γένεση ορισμένων σωματικών διαταραχών, ενώ ψυχολογικοί παράγοντες συμβάλλουν στη διατήρηση ή επιδείνωση τους προκαλώντας υποτροπές. Επιπλέον μια ψυχοσωματική διαταραχή συνοδεύεται από ορισμένο τύπο προσωπικότητας, κάτι που ενδεχομένως αποτελεί έναν από τους αιτιολογικούς παράγοντες της διαταραχής.
Ο όρος ψυχοσωματικός χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα με δύο έννοιες : ψυχογενετικός και ολιστικός. Ο ψυχογενετικός είναι γραμμικός και απλουστευτικός αποδίδοντας την ασθένεια απευθείας σε συναισθήματα και ψυχικές συγκρούσεις. Η δεύτερη έννοια του ολιστικού αναφέρεται σε ένα σύστημα υποθέσεων για την ενότητα της ψυχής και του σώματος βασικό φιλοσοφικό αξίωμα μετά τον Ντεκάρτ.
Ο ασθενής που αντιμετωπίζει ψυχοσωματικές διαταραχές δέχεται με δυσκολία ότι η πάθηση του έχει σχέση με ψυχολογικά προβλήματα, για τα οποία χρειάζεται θεραπεία. Η ψυχοθεραπεία με τον ψυχοσωματικό ασθενή αποβλέπει στην αλλαγή της στάσης του απέναντι στα προβλήματα της καθημερινής ζωής και γενικότερα μια επίγνωση των συναισθημάτων και των αναγκών που δεν μπορεί να εκφράσει. Ο ψυχοθεραπευτής συχνά αντιμετωπίζει την απροθυμία του ψυχοσωματικού ασθενή με αποτέλεσμα να μην αναπτύσσεται εύκολα μια καλή ψυχοθεραπευτική συνεργασία.