Τα Χριστούγεννα σημαίνουν και κάποτε σηματοδοτούν. Ανοίγουν τη σημασία τους και δυναμώνουν τις μνήμες τους. Είναι πάντοτε σημαντικά, κάποιες φορές όμως είναι σπουδαία όταν ριζώνουν και ενώνονται με σημαντικά γεγονότα στη ζωή.
Οι κρίσεις πανικού στη ζωή της Λίνας
Με την Λίνα γνωριστήκαμε πριν από τρία χρόνια. Ήταν Δεκέμβριος και δεν είχαν φτάσει ακόμα Χριστούγεννα. Το μεγάλο της πρόβλημα ήταν οι κρίσεις πανικού, που τελευταία είχαν επιδεινωθεί γιατί μετά την κρίση της έμενε μια δυσκολία στην αναπνοή που διαρκούσε για μια εβδομάδα. Μετά επανερχόταν κανονικά αλλά έπρεπε να συνεχίζει μια αγωγή και αισθανόταν με κάποιο τρόπο ότι πρέπει να σταματήσει αυτά τα φάρμακα. Η πρώτη κρίση πανικού εμφανίστηκε πριν από τρία χρόνια όταν η μητέρα της έκανε ένα πολύ σοβαρό χειρουργείο. « Ήταν περίεργο, μου είπε, γιατί η πρώτη κρίση εμφανίστηκε, όταν όλα είχαν τελειώσει και η μητέρα ήταν σπίτι μαζί μας».
Η αρχή της Ψυχοθεραπείας
Η Λίνα είναι μικροκαμωμένη, προικισμένη με φυσική χάρη. Είναι ίσως ο τρόπος που στέκεται, περπατάει και εκφράζεται. Ο τρόπος της να τοποθετείται απέναντι στον άλλον με ένα χαμόγελο δικό της, εσωτερικό και μοναδικό. Το μόνο ”μεγάλο” επάνω της είναι τα μαλλιά της, όπως της είπα στην πρώτη συνάντηση μας και γελάσαμε.
Η Λίνα είναι το τρίτο παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας. Έχει δύο μεγαλύτερες και δύο μικρότερες αδελφές. Η οικογένεια της ζούσε σε ένα χωριό της Μακεδονίας. Η μητέρα της ήταν νοικοκυρά και μάνα. Η μάνα ιδιαίτερα ήταν πολύ σημαντική για τη Λίνα. Μου διηγήθηκε με λεπτομέρειες την μάνα της καρδιάς της. Η μάνα της ήταν εκεί δίπλα στα παιδιά της όταν ο πατέρας της έλειπε και έπινε. Η μάνα της δεν είπε ποτέ πικρό λόγο στον πατέρα, ούτε και όταν τον συνέλαβαν και έμεινε έξη χρόνια φυλακή.
Όταν ο πατέρας επέστρεψε όμως κάτι είχε αλλάξει στην οικογένεια. Δεν ήταν η μάνα, ήταν η Λίνα. Πήγαινε στην Δευτέρα Λυκείου και για δύο χρόνια δεν τον κοίταξε. Αδιανόητο να του μιλήσει. Τον επόμενο χρόνο πέρασε στο Πανεπιστήμιο στην Αθήνα. Για δύο χρόνια φιλοξενήθηκε σε συγγενείς και τον τρίτο βρήκε δουλειά και νοίκιασε μια μικρή γκαρσονιέρα. Έμεινε τέσσερα χρόνια μόνη της στην Αθήνα και δεν επισκέφτηκε το χωριό, ούτε μια φορά. Απλώς μιλούσε στο τηλέφωνο με την μάνα και τις αδελφές της.
Μόλις αποφοίτησε ξεκίνησε την καριέρα της και νοίκιασε ένα μεγαλύτερο σπίτι πιο μόνιμο αυτή την φορά. Η ζωή στο πατρικό ήταν η ίδια, μόνον οι αδελφές μεγάλωναν. Οι δύο μεγαλύτερες παντρεύτηκαν, οι δύο μικρότερες ζούσαν στο σπίτι με την μάνα και τον πατέρα.
Το σκηνικό άλλαξε, όταν ο πατέρας συνελήφθη ξανά. Το χωριό πια δεν σήκωνε την οικογένεια και η Λίνα ήταν η μόνη λύση. Το σπίτι κλείστηκε και μετακόμισαν στην Αθήνα να ζήσουν όλοι μαζί. Η Λίνα πήρε όλη την ευθύνη της οικογένειας με την μητέρα συμπαραστάτη. Πέρασαν πέντε χρόνια, οι αδελφές βρήκαν δουλειά και παντρεύτηκαν.
Η Λίνα επιτέλους βρέθηκε μόνη της στο σπίτι της. Τον πατέρα δεν τον σκεφτόταν ποτέ. «Δεν είχε χρόνο», μου είπε. Θυμός δεν υπήρχε, υπήρχε όμως απέραντη ντροπή. Η Λίνα έκανε δύο σχέσεις μακροχρόνιες αλλά και στους δύο άντρες της ζωής της είχε πει ψέματα για τον πατέρα της. Ότι δήθεν ήταν στο εξωτερικό και θα επέστρεφε κάποια στιγμή. Δεν άντεχε την ματιά την γεμάτη κατανόηση, δεν άντεχε να την λυπούνται για τον πατέρα. Ο πατέρας που δεν υπήρχε για την Λίνα, έριχνε βαριά την σκιά του στη ζωή της.
Αυτός ο πατέρας που ήταν απών, ήταν πάντοτε παρών στις συναντήσεις μας. Ψάχναμε να βρούμε τρόπους να του δώσουμε πνοή, να του μιλήσουμε, να τον κάνουμε ανθρώπινο και να τον κατηγορήσουμε. Να θυμώσουμε, να αγαπήσουμε, να τον καλέσουμε, να δώσουμε σχήμα σε μια βαθιά ανθρώπινη παιδική αγάπη. Εκεί που ήταν ένα κενό και μια άρνηση να βρεθεί μια παρουσία. Γιατί η Λίνα χρειαζόταν τον πατέρα. Ήταν κάπως λειψή, όπως η ίδια ομολόγησε, όταν εμπιστεύτηκε αρκετά την έλλειψη της για να την κοιτάξει.
Δεν καταφέραμε πολλά γιατί ο θυμός έκλεινε τον δρόμο. Δεν μπορούσε η έλλειψη να βιωθεί γιατί ήταν απειλητική. Μπορούσε μόνο να υπάρχει σαν πιθανότητα, τρομακτική αλλά πάντα μια πιθανότητα. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε η τύχη. Απλώς με την επεξεργασία της εικόνας του πατέρα, η Λίνα μπόρεσε να τον αντικρίσει και να τον υποδεχτεί διαφορετικά, όταν ξαναμπήκε στη ζωή της.
Η εμφάνιση του πατέρα τα Χριστούγεννα
Ήταν τα περυσινά Χριστούγεννα και η Λίνα ετοιμαζόταν για τα τελευταία ψώνια. Είχε καλέσει όλη την οικογένεια σπίτι της να φάνε μαζί. Έλειπαν μόνον οι δύο μεγαλύτερες αδελφές παντρεμένες μακριά. Όταν κτύπησε το κουδούνι νόμισε ότι ήταν η μητέρα, αλλά ήταν ένας άντρας με μια μικρή βαλίτσα. Δεν τον αναγνώρισε αμέσως. Πέρασαν αρκετά δευτερόλεπτα για να γεμίσει η εικόνα με το όνομα του. Και όταν γέμισε, η Λίνα δεν αισθάνθηκε έκπληξη αλλά τρόμο. Τρόμο μπροστά στο άγνωστο. Ο χρόνος τότε έγινε κάτι πολύτιμο αλλά ανεξέλεγκτο. Ο χρόνος σήμαινε αποφάσεις και στάσεις και θέσεις που έπρεπε να ληφθούν μια και καλή. Χωρίς αναβολές, χωρίς σταματημό. Έγειρε την πόρτα και ξαφνικά την άνοιξε διάπλατα. Ο πατέρας μπήκε και έμεινε. Έμεινε για τα Χριστούγεννα και μερικές ακόμα ημέρες. Στο σπίτι της Λίνας φυσικά. Μόνο εκεί χωρούσε.
Τα Χριστούγεννα του πατέρα
Η συμβίωση δεν ήταν εύκολη. Η αμηχανία μεγάλη και τα λόγια μικρά για να χωρέσουν όλα, τα ειπωμένα. Υπήρξε λύπη, υπήρξε αμηχανία, αλλά υπήρξε γιορτή, υπήρξε οικογένεια, υπήρξε χαρά. Ο θυμός και τα παράπονα περίσσεψαν. Σχέση όμως δεν υπήρξε. Η Λίνα μου είπε αργότερα, ότι υπήρχε κάτι το ασύνδετο, το αιωρούμενο. Κάτι, που έλειπε αλλά δεν ήταν η παλιά έλλειψη. Τώρα υπήρχε πατέρας, αλλά δεν υπήρχε συγχώρεση. Δεν ζητήθηκε και δεν δόθηκε. « Όμως δεν πειράζει, φτάνει που γέμισε το ρημάδι το κενό» όπως είπε η ίδια. Τώρα αισθανόταν ολόκληρη. Δεν είχε πια δαίμονες, δεν υπήρχαν ερωτηματικά. Με τον πατέρα δεν είχε σχέση, δεν μπορούσε και ήταν δικαίωμα της. Έτσι το εξέφρασε, έτσι το αισθανόταν. Το διεκδίκησε το δικαίωμα και δεν δείλιασε. Την άνοιξε την πόρτα και δεν το μετάνιωσε. Ίσως να την βοήθησε και η Ψυχοθεραπεία, ίσως και πάλι το ίδιο θα έκανε και χωρίς αυτήν.
Τα φετινά Χριστούγεννα και το τέλος της Ψυχοθεραπείας
Η Λίνα σχεδιάζει να παντρευτεί σύντομα. Την ιστορία του πατέρα της την μοιράστηκε με τον σύντροφο της χωρίς ντροπές. Αυτό είναι το κέρδος της. Είναι ολόκληρη χωρίς σκιές. Με τον πατέρα της μιλούν στο τηλέφωνο αλλά με τους δικούς της όρους. Του ανακοίνωσε ότι μπορεί να την καλεί, όταν υπάρξει ανάγκη αλλά ότι θα ήθελε να έχει η ίδια την ευθύνη της επικοινωνίας. « Θα τον παίρνω κάθε δεκαπέντε, μου είπε, έτσι για να βλέπω τι κάνει». Η μητέρα της δεν ήθελε διαζύγιο και η Λίνα πρότεινε στις αδελφές της να παραχωρήσουν το σπίτι στο χωριό στον πατέρα τους για να έχει μια στέγη και να μην μένει στους συγγενείς. «Θα ήταν μεγάλη ντροπή για εμάς τα παιδιά αλλά θα ήταν και μια μεγάλη ενοχή για εμένα προσωπικά που δεν την θέλω. Τώρα είμαι ήσυχη να γιορτάσουμε σαν οικογένεια και πάλι τα Χριστούγεννα. Μια οικογένεια με ένα μακρινό πατέρα αλλά πάντα με ένα πατέρα. Τώρα καταλαβαίνω ότι πήγα να τον αμφισβητήσω και να πάρω τον ρόλο του προστατεύοντας όλη την οικογένεια. Ξέρω ότι δεν δύναμαι αλλά και δεν θέλω. Η ζωή μου ανήκει στην δική μου την οικογένεια, αυτή που θα δημιουργήσω. Οι αμαρτίες της παλιάς είναι άλλων. Δεν μου ανήκουν και δεν αισθάνομαι το βάρος τους πλέον. Το πλήρωσα ακριβά με τις κρίσεις πανικού, που δεν με ξεχνούν αλλά είναι πολύ σπάνιες πια και τις ελέγχω».
Με αυτά τα τελευταία λόγια μου ευχήθηκε Χρόνια Πολλά και έμεινα να σκέπτομαι : ‘Με θάρρος μόνον, μπορούμε να υπάρχουμε και να αναζητούμε το νόημα της ζωής μας’.