Τα Χριστούγεννα που έφυγαν, τα Χριστούγεννα που θα έρθουν

Τα Χριστούγεννα που έφυγαν, τα Χριστούγεννα που θα έρθουν
Τα Χριστούγεννα που έφυγαν, τα Χριστούγεννα που θα έρθουν

Τα Χριστούγεννα είναι γιορτή. Γιορτή μεγάλη της Χριστιανοσύνης, για την γέννηση του Χριστού μεταξύ των ανθρώπων. Είναι μια γιορτή αγάπης, ο υιός ήρθε στη γη για να φέρει το μήνυμα μιας αγάπης, που οι άνθρωποι  είχαν ίσως λησμονήσει. Κοντά ή καλύτερα δίπλα σε αυτό το μήνυμα χαράς και αγάπης ο καθένας από εμάς σημαδεύει τα Χριστούγεννα της ζωής του μοναδικά. Είναι σάμπως τα Χριστούγεννα να ευνοούν το σημάδεμα, σαν να συγκλίνουν  σημαντικές προσωπικές στιγμές, με αφορμή μια γέννηση. Παίρνουμε μια ευκαιρία, δίνουμε μια υπόσχεση, θέτουμε μια δέσμευση. Τα Χριστούγεννα ζωντανεύουν  οι επιθυμίες μας, παλιές και νέες, ζωντανεύουν οι μνήμες μας και ονειρευόμαστε τις ευχές μας. Περασμένες και μελλούμενες. Είναι μια απογραφή. Ένα τέλος και μια αρχή.

Η ιστορία των πρώτων Χριστουγέννων

Η Χριστίνα βρισκόταν στα τριάντα Χριστούγεννα της ζωής της. Βρισκόταν όχι ακριβώς. Σε λίγες ημέρες σκεφτόταν 25 Δεκεμβρίου γινόταν τριάντα. Γιόρταζε το όνομα της  και μαζί  τα γενέθλια της. Και είχε μια ανησυχία. Κάτι ζεστό και απροσδιόριστο στη καρδιά της. Ευτυχώς εφέτος είχε φύγει τουλάχιστον το τρέμουλο και ο πανικός. Δεν το ήξερε μέχρι τέλους, αν εμφανίζονταν ξανά. Φέτος περίμενε να είναι διαφορετικά. Θα έπρεπε όμως να περιμένει δέκα ημέρες ακόμα, για να δοκιμαστεί. Να δοκιμάσει τα φετινά Χριστούγεννα  για να δει αν η άβυσσος άνοιγε ξανά. Ήλπιζε πως όχι. Δε μπορούσε όμως να στηριχτεί στην ευχή της. Έμαθε ότι οι ευχές σπάνια πραγματοποιούνται μόνες τους. Χρειαζόταν  στη ζωή ένα μάγο, να σαν αυτούς γύρω από τη φάτνη. Να μας φέρνει δώρα να μας παίρνει τη στέρηση και τον πόνο.

Για τη Χριστίνα το μαγικό ραβδί το κρατούσε ο παππούς της. Ηλία τον έλεγαν και ήταν δίπλα της μέχρι τα δώδεκα. Τα οκτώ χρόνια που θυμάται τον εαυτό της με τον παππού της δεν θυμάται κανέναν άλλο. Ο πατέρας και η μητέρα θολές φιγούρες πάντα στη σκιά. Ο παππούς στο φως και δίπλα της. Να την  πάει το πρωί στο σχολείο, να περάσει στο διάλειμμα και αν δεν προλάβαινε να διακόψει το μάθημα  για να της δώσει το κουλούρι της ή καλύτερα για να σιγουρευτούν τα μάτια του ότι η εγγονή του υπάρχει. Είναι εκεί. Η Χριστίνα το ήξερε: να την αγγίξει ήθελε για να είναι σίγουρος. Και ύστερα κάποια Χριστούγεννα  περίμενε ντυμένη τον  παππού για την εκκλησία. Και αυτός δεν ήρθε στις οκτώ και δεν ήρθε ποτέ. Γιατί παππούς πλέον δεν υπήρχε και ήταν Χριστούγεννα.

Τα δεκαοκτώ επόμενα Χριστούγεννα

Από τότε η Χριστίνα πάχαινε. Δεν ξαναπήγε για προπόνηση, δεν υπήρχε κανένας να την πάει. Δεν είχε ξανά  επισκέψεις στο σχολείο. Δεν υπήρχε κανένας να την επισκεφτεί. Δεν είχε επιθυμίες. Δεν υπήρχε κανένας να τις ικανοποιήσει. Έτρωγε, κοιμόταν και διάβαζε. Και αγαπούσε τα παιδιά. Έβλεπε κοντά τους μια ευκαιρία να δώσει πίσω αυτά που πήρε, να εξοφλήσει ένα χρέος, για να μη πάει χαμένη η αγάπη του παππού. Έτσι έγινε δασκάλα. Μπορούσε κλεφτά να ελπίζει ότι κάποιος παππούς θα επισκεφτεί μια μέρα το σχολείο και θα καθίσει μαζί της. Έστω και αν ήταν ξένος. Εκείνη βρισκόταν και περίμενε.

Τα Χριστούγεννα όμως πριν από δύο χρόνια η ο μύθος κατέρρευσε. Οι συμβολισμοί δε λειτουργούσαν πια. Τα Χριστούγεννα πριν από δύο χρόνια η Χριστίνα  είχε ένα τροχαίο. Τίποτα σοβαρό.  Όμως ήταν Χριστούγεννα και  θυμήθηκε το θάνατο. Και αισθάνθηκε ότι δεν ήταν μακριά. Ήταν μια επέτειος θανάτου για αυτήν τα Χριστούγεννα. Τώρα το ήξερε και φοβόταν, φοβόταν πολύ. Φοβόταν τώρα την νύχτα, φοβόταν το σκοτάδι, φοβόταν να μείνει μόνη της, φοβόταν να κυκλοφορήσει στο δρόμο. Και η Χριστίνα  απομονωνόταν  και απομακρυνόταν. Κάθε  επαφή και μια δοκιμασία.  Μια μέρα αισθάνθηκε ότι δεν χωράει άλλη δυστυχία στην ζωή της και αποφάσισε ότι πρέπει να σταθεί ξανά στα πόδια της. Της έλειπε η αγάπη, όπως μου είπε στη δεύτερη συνάντηση μας. Η αγάπη των παιδιών. <Όχι του παππού> ; αναρωτήθηκα φωναχτά.< Ξέρετε, μου είπε  μετά από πολλή ώρα σιωπής, τον παππού δεν τον έκλαψα. Ήταν Χριστούγεννα και έχασα τη θλίψη. Όλα ήταν χαρούμενα και εγώ κάπως παρασύρθηκα από αυτό. Στη κηδεία δεν με πήγαν. Ίσως νόμιζαν πως δεν άντεχα τον πόνο. Και είχαν δίκιο. Αυτός ο παλιός πόνος είναι τώρα, που έρχονται Χριστούγεννα. Ο παππούς κάθε Χριστούγεννα ζωντανεύει, διεκδικεί>.

Ψυχικοί διάλογοι

Με τη Χριστίνα συναντηθήκαμε ένα Νοέμβρη. Το αίτημα της : η διαρκής φοβία και ανησυχία ότι κάτι κακό θα συμβεί. Η πληγή της ένας ανολοκλήρωτος θρήνος, που ζητούσε τη θέση του. Η Χριστίνα είχε το θάρρος να τον περάσει, όχι να τον προσπεράσει. Είχε το θάρρος να δώσει χώρο στο βίωμα. Η Χριστίνα φοβόταν το πένθος. Υπήρχε μια άρρητη εντολή μέσα της, ασυνείδητη, που υπαγόρευε τη λησμονιά. Να λησμονήσω χωρίς να πονέσω. Να προσπεράσω χωρίς να σταθώ. Ο φόβος για τον πόνο αναζωπυρώθηκε από το ατύχημα. Τότε βρέθηκε αντιμέτωπη με μια ενοχή, που δεν γνώριζε. Την ενοχή της λησμονιάς. Όταν βρήκε τη  ψυχική δύναμη να βιώσει τον πόνο, να θυμηθεί την πρώτη απώλεια, θάρρεψε, πίστεψε στη δύναμη της να αντέχει την απώλεια και η ανησυχία αργά γλύκανε. Ήταν δυνατότερη. Μετά από πολύ καιρό ξεκίνησε  να φοβάται λιγότερο. Στο μυαλό της έχει ακόμα την ανησυχία και τον τρόμο  αλλά  πλησιάζει δειλά τους ανθρώπους. Αναρωτιέται όμως ακόμα. Άραγε τα Χριστούγεννα  θα ξανασυμβούν τα ίδια ; Θα το ξεπεράσω καλύτερα; Δεν υπάρχει απάντηση. Η ψυχική υγεία θέλει δύναμη και κουράγιο.

Επιλογές

Μπορεί να καταφέρνουμε να στομώνουμε τον πόνο μας με καλούδια, όμως αυτός θα βρει τον τρόπο του να μας ανακαλύψει. Και τότε είναι η ώρα του κουράγιου. Πολλοί από εμάς τα καταφέρνουμε να πενθούμε και να συνεχίζουμε. Άλλοι, οι τυχεροί συναντούν τον πόνο αργά. Άλλοι διαφεύγουν. Η διαφυγή κοστίζει είτε σε ευτυχία, είτε σε δημιουργικότητα. Γινόμαστε απαθείς, κρυβόμαστε ή συνεχίζουμε μια ζωή χωρίς νόημα.

Η Χριστίνα δεν είχε επιλογές. Τα Χριστούγεννα της ζωής της συνέβαιναν πολλά και σημαδιακά. Δεν επέλεγε, την επέλεγαν. Οι απώλειες συσσωρεύονταν. Και όταν έγιναν αβάσταχτες αναχώρησε. Η φοβία των ανθρώπων την προστάτευε από την ανησυχία. Φρουρούσε το σπίτι και επαγρυπνούσε για το κακό.  Ήθελε να πλέξει το δικό της κουκούλι και να ζεστάνει τον τρόμο της. Κάτι την τρόμαξε όμως περισσότερο και από την απώλεια. Ήταν προστατευμένη και έρημη, απόλυτα μόνη. Και τα Χριστούγεννα της ζωής της αποφάσισε ότι θέλει να τα ζεσταίνουν οι άνθρωποι. Και παλεύει. Η διαδρομή μπορεί και να είναι θρίαμβος, τουλάχιστον τα φετινά Χριστούγεννα. Οι ευχές είναι η λέξη της επιθυμίας. Και η Χριστίνα μπορεί επιτέλους να επιθυμεί. Αυτή είναι η Χριστουγεννιάτικη επιλογή και ελπίδα της.