Βρεθήκαμε με την Άννα τυχαία στο θάλαμο ενός νοσοκομείου των Αθηνών. Εγώ γεμάτη ανησυχία για την υγεία της μητέρας μου και η Άννα ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι μια σταλιά άνθρωπος. Καθώς οι μέρες περνούσαν και η υγεία της μητέρας μου βελτιωνόταν άρχισα να παρατηρώ γύρω μου και να ακούω τις ιστορίες των ασθενών. Η κυρία Αντωνία είχε υποστεί εγκεφαλικό και την φρόντιζε η κόρη της. Η κυρία Ευανθία είχε άνοια και είχε αποκλειστική. Καθημερινά την επισκεπτόταν ο γιός της.
Η Άννα ήταν χωρίς διάγνωση. Καθόταν ξαπλωμένη εκειδά , τακτοποιούσε με επιμέλεια τα ελάχιστα πράγματα που την περιέβαλαν. Έβαζε και ξανάβαζε στη θέση του το ποτήρι το νερό, το οποίο έπρεπε να είναι ζυγισμένο με το πιάτο , τη καρέκλα την περισσευούμενη, που έπρεπε να απέχει 10 εκατοστά από τα πόδια του κρεβατιού και τα μαξιλάρια ,προσεκτικά διπλωμένα κάτω από το κεφάλι της.
- Καλημέρα , μου είπε την τέταρτη ημέρα που πήγα στο νοσοκομείο.
- Καλημέρα Άννα, πώς είσαι σήμερα της απάντησα.
- Καλά, όπως εχτές και προχτές, όπως δύο χρόνια τώρα, ήρθε η απάντηση της.
- Άννα ,τόλμησα να τη ρωτήσω ,δεν μπορείς να περπατήσεις; Χρειάζεσαι κάτι, μπορώ να κάνω κάτι;
- Όχι τίποτα ,μου απάντησε. Είμαι καλά και μου αρέσει το παλτό σου. Μπορώ να το αγγίξω;
- Φυσικά, της είπα και της το έδωσα στα χέρια της. Μπορείς και να το φορέσεις.
- Μόνο εάν με βοηθήσεις, ήρθε άμεση η απάντηση.
Πράγματι τη βοήθησα. Ήταν πολύ αδύνατη, ζύγιζε δε ζύγιζε τριάντα κιλά. Οι νοσοκόμες μου είπαν ότι έτρωγε ελάχιστα ίσα που να συντηρείται. Λες σκέφτηκα και θέλει να ελέγχει το πότε θα σταματήσει και το ελάχιστο, για να μη της πάρει πολύ καιρό, όταν το αποφασίσει.
- Μπορώ να το κρατήσω μέχρι που να φύγεις; με ρώτησε.
- Φυσικά Άννα της απάντησα. Θα φύγω το βράδυ οπότε έχεις πολλές ώρες για να το ευχαριστηθείς.
- Άννα, τη ρώτησα, έχεις συγγενείς ;
- Ναι, μου απάντησε, έχω μια αδελφή , που με φροντίζει και μου φέρνει φαγητό. Ξέρεις δεν μπορώ πιά να τρώω το φαγητό του Νοσοκομείου. Δύο χρόνια εδώ βαρέθηκα μου είπε με παράπονο.
- Άννα πότε θα φύγεις , τη ρώτησα.
- Όποτε με πάρει η αδελφή μου , η οποία δεν έχει τι να με κάνει τη σακάτισσα. Έπαθα έμφραγμα πριν δύο χρόνια ακριβώς στο χρόνο της μάνας μου. Το έμφραγμα έφερε το εγκεφαλικό και το εγκεφαλικό τη παράλυση. Το αριστερό χέρι μου και το πόδι δε λειτουργούν.
Η Άννα πενήντα χρονών ήταν ανύπαντρη και ζούσε σε μια μεγάλη επαρχιακή πόλη με τη μητέρα της, έχοντας χάσει τον πατέρα της πριν από πέντε χρόνια. Τα τελευταία χρόνια όπως μου είπε αργότερα έφυγε από τη δουλειά της και φρόντιζε τη μητέρα της. Αλλά προτρέχω. Είμαστε ακόμα στο παλτό.
Τις επόμενες ημέρες η Άννα ήταν αμίλητη. Ήταν βλέπεις ημέρες γιορτών, από αυτές που φέρνουν μεγαλύτερο πόνο παρά χαρά για τους αποκλεισμένους. Όμως σκεφτόμουν, δεν μπορεί να τελειώσει έτσι. Η Άννα είχε ζητήσει και πάρει κάτι από εμένα. Το παλτό μου, που εξακολουθούσε να το φοράει όταν κρύωνε. Η Άννα είχε τολμήσει να ζητήσει κάτι και της είχε προσφερθεί. Ήταν η ίδια που με επέλεξε.
Οι μέρες νοσηλείας της μητέρας μου τελείωναν και η Άννα εξακολουθούσε να εκτελεί την καθημερινή ρουτίνα της, τακτοποιώντας τα πράγματα της ερμητικά κλεισμένη στο κόσμο της. Η μικρή στιγμή που άνοιξε μια χαραμάδα είχε περάσει. Σκεφτόμουν ότι κάτι μου διέφευγε. Κάτι δεν έκανα εγώ σωστά.
Την τελευταία μέρα, πριν φύγουμε από το Νοσοκομείο, την πλησίασα και της ζήτησα την άδεια να καθίσω στην καρέκλα ,που φυλούσε με επιμέλεια για τις σπάνιες επισκέψεις που δεχόταν.
- Κάθισε , μου είπε. Άλλωστε δεν είναι δική μου. Του Νοσοκομείου είναι.
- Άννα , της είπα, θέλω να σου ζητήσω κάτι. Θα ήθελα να κρατήσεις το παλτό και να το θεωρήσεις σαν δώρο σε ένα άνθρωπο ,που υπομένει και αντιστέκεται. Σε ένα άνθρωπο, που ενώ στραγγίζει τη ζωή του μέρα , μέρα, η λάμψη της ζωής εξακολουθεί να βρίσκεται στα μάτια του. Για αυτό και μόνο το μάθημα ζωής που παίρνω από εσένα, θα ήθελα να κρατήσεις το παλτό.
- Ευχαριστώ, μου είπε. Και πρόσθεσε την τελευταία στιγμή του χαιρετισμού της: Μήπως να μου δώσεις το τηλέφωνο σου;
Πράγματι της το έδωσα. Με την Άννα καθιερώθηκε από την ίδια μια ρουτίνα επικοινωνίας. Ανακάλυψε μόνη της την ώρα που μπορούσαμε και οι δύο να διαθέσουμε και μιλούσαμε τρείς φορές την εβδομάδα στο τηλέφωνο. Δεν της ζήτησα να την ξαναδώ. Δεν μου ζήτησε να την επισκεφτώ ξανά. Είμαστε δύο φωνές επικοινωνίας. Δε θυμάμαι πια τι λέγαμε στα τηλέφωνα. Ένα πράγμα που θυμάμαι ,ήταν ότι πραγματικά επικοινωνούσαμε. Ακόμα και ο παραμικρός ψίθυρος έκανε τη διαφορά.
Η Άννα σε κάποια επαφή μας μου ανακοίνωσε ότι είχε βρει μια λύση. Είχε κάνει αίτηση για ένα ξενώνα που μπορούσαν να τη φροντίζουν και όπου θα είχε την ευκαιρία επαφής με ανθρώπους , που είχαν ίδια προβλήματα. Σαν και εμένα, όπως το έθεσε. Πήρε την απόφαση μόνη της, διέθεσε την ελάχιστη σύνταξη της , για να πληρώνει τη διαμονή της και φορώντας το παλτό, αποχαιρέτησε το Νοσοκομείο. Τον τάφο της, όπως μου τόνισε. Τής είπα: Άννα, όταν κάποιος βγαίνει από τον τάφο, ανασταίνεται.
Σήμερα η Άννα είναι καλά. Ανταλλάσσουμε τηλέφωνα , όταν χρειάζεται και δεν προγραμματίζουμε τις επαφές μας. Κάποια στιγμή μου είπε: Δεν ξέρω τι κάναμε οι δύο μας. Εάν αυτό που κάναμε είναι ψυχοθεραπεία πραγματικά βοηθάει.
Και εγώ που ξέρω τι κάναμε είμαι σίγουρη ότι αυτό πρέπει να μπορεί να κάνει η ψυχοθεραπεία.