Παραίτηση ή απόλυση: Τίτλοι τέλους

Παραίτηση ή απόλυση: Τίτλοι τέλους

Οι λέξεις ‘’παραίτηση ‘’ και ‘’απόλυση’’ έχουν  διαφορετική σημασία αλλά ως ενέργειες παράγουν το ίδιο αποτέλεσμα. Στον κόσμο της εργασίας όμως, πολλές φορές τα όρια  εφαρμογής τους είναι θολά για τον ενδιαφερόμενο. Υπάρχουν εργαζόμενοι που δεν επιθυμούν να παραμείνουν στην εργασία τους,  θέλουν να παραιτηθούν,  αλλά περιμένοντας  οικονομικά οφέλη από τον εργοδότη,  προκαλούν ή επιδιώκουν την απόλυση  τους. Αντίθετα υπάρχουν εργαζόμενοι που επιθυμούν διακαώς να διατηρήσουν τη θέση τους αλλά  απολύονται, πολλές φορές έκπληκτοι μπροστά στην απόφαση. Υπάρχει δυστυχώς και μια τρίτη κατηγορία που  κάποιος οδηγείται στη παραίτηση, επειδή ο εργοδότης  του εφαρμόζει  μεθόδους ανοίκειες για τα εργασιακά ήθη, προκαλώντας την  παραίτηση του ενδιαφερόμενου, εκεί που  θα έπρεπε να εφαρμοσθεί μια απόλυση.

Η Μυρτώ τότε

Η Μυρτώ μεγάλωσε σε ένα χωριό στη Βόρεια Ελλάδα. Στον ίδιο δρόμο του χωριού κατοικούσε όλη η οικογένεια του πατέρα της σε αντικριστά σπίτια, μικρές μονοκατοικίες. Ο θείος ο Αχιλλέας, αδελφός του πατέρα της είχε τρία παιδιά, ενώ η Μυρτώ ήταν μοναχοπαίδι. Στα δέκα της χρόνια γύρισε ο πατέρας της στο σπίτι μετά από πέντε χρόνια στην Αμερική. Δεν τον θυμόταν, όμως χάρηκε, γιατί χάρηκε ο θείος και η μάνα της. Ήταν παράξενο να έχει ένα θείο στο σπίτι της, έτσι σκεφτόταν αλλά το συνήθισε. Αυτό, που δε συνήθισε ήταν οι φωνές και οι καβγάδες των γονιών της, μόλις ένα χρόνο μετά την επιστροφή του πατέρα της. Τότε σκέφτηκε ότι οι πατεράδες δεν ήταν καλό πράγμα αλλά δεν είπε τίποτα. Συνέχισε τη ζωή της κανονικά. Πήγαινε σχολείο και της άρεσαν πολύ οι αριθμοί. Σήμαιναν πολλά για αυτήν και όταν τη ρωτούσαν, τι θα γίνει όταν μεγαλώσει, απαντούσε πάντα: Επιστήμονας. Όταν διάβαζε τους αριθμούς, δεν άκουγε τις φωνές στο σπίτι, ήταν σε άλλο δωμάτιο, μακριά σε άλλο κόσμο.

Η Μυρτώ ήταν όπως έλεγαν όλοι οι άλλοι :καλόβολη, γλυκό κορίτσι. Μιλούσε λίγο, χαμογελούσε πολύ και κανείς δεν την θυμόταν να κλαίει και να παραπονιέται. Μόνο μια φορά φώναξε στο πατέρα της, όταν χτύπησε τη μάνα της. < Τίποτα σοβαρό> , όπως μου είπε. Αργότερα , ανήμερα στα γενέθλια της, γύρισε από το σχολείο και η μάνα δεν ήταν σπίτι. Έλειπε και ο πατέρας. Πήγε απέναντι στου θείου και έφαγε το μεσημέρι. Τους περίμενε αλλά δε ρώτησε. Αργότερα έμαθε το λόγο, που είχε μείνει στο σπίτι του θείου επειδή η μάνα ήταν άρρωστη.   Δεν έκλαψε πάλι. Άλλωστε ήταν τόσο υπάκουη και καλόβολη.  Είχε τότε αποφασίσει από μόνη της, ότι όσο όμορφοι ήταν οι αριθμοί, τόσο άσχημοι ήταν οι πατεράδες. Αυτή όμως θα γινόταν επιστήμονας, θα ξέφευγε από τους πατεράδες, χρειαζόταν μόνο υπομονή και υπακοή. Άλλωστε τι να έλεγε; Στα δεκαοκτώ της έφυγε για την Γερμανία.  Σπούδασε Αρχιτεκτονική και δούλευσε για δέκα χρόνια. Τα καλύτερα χρόνια της ζωής της, όπως έλεγε.

Η Μυρτώ σήμερα

Η Μυρτώ είναι στη τέταρτη δεκαετία της ζωής της. Είναι παντρεμένη  και μοιράζεται με το σύζυγο της σταθερές οικογενειακές σχέσεις . Οι ανησυχίες της  κυρίως επαγγελματικές.  Στη πρώτη συνάντηση μας  ανέφερε μια περίοδο  κατάθλιψης που είχε βιώσει στο παρελθόν, όταν παραιτήθηκε από μια δουλειά , που αγαπούσε , επειδή ο εργοδότης  ήταν πολύ αυταρχικός.  Ήξερε  ότι δεν όριζε την εργασία της τότε και δεν υπήρχαν σταθερά και αντικειμενικά κριτήρια αξιολόγησης της εμπειρίας της, που ήταν σημαντική. Η παραίτηση ήταν η μοναδική επιλογή για τη Μυρτώ. Η διεκδίκηση και η διαπραγμάτευση ήταν έννοιες, που δεν μπόρεσε καν να σκεφτεί και ο θυμός υπόβοσκε και δεν εκδηλωνόταν.

Εκείνο που την οδήγησε τελικά στην αναζήτηση λύσης ήταν, ότι και στη τωρινή δουλειά της  αντιμετώπιζε τα ίδια ακριβώς προβλήματα. Ένας εργοδότης αυταρχικός, μια θέση απαιτητική  και μια μεγαλύτερη απαξίωση για τον εαυτό της, επειδή βρέθηκε στην ίδια θέση, με αυτή από την οποία παραιτήθηκε, έχοντας χάσει την πίστη στον εαυτό  της και τότε και τώρα. Η Μυρτώ  αντιμετώπιζε ένα αδιέξοδο και μια σύγκρουση, που δεν μπορούσε να κατανοήσει. Οι πράξεις της  την οδηγούσαν  στα ίδια ακριβώς προβλήματα, τα οποία νόμιζε ότι είχε αντιμετωπίσει με τη παραίτηση της.

Διάλογοι : Η αλλαγή της θέσης

Η Μυρτώ χρειάστηκε να σκεφτεί διαφορετικά και  να επανακαθορίσει  τη  σκέψη της  για το αδιέξοδο.  Η υπακοή, η σιωπή, η προθυμία, η καλοσύνη, ο επαγγελματισμός δεν αρκούσαν και η Μυρτώ δεν είχε άλλα. Πίστευε ότι οι σπουδές και η ικανότητα αρκούσαν. Άλλωστε ήταν Επιστήμων. Για τη Μυρτώ ο ανταγωνισμός δεν είχε νόημα και σχήμα για αυτό και ρίχτηκε στον ανταγωνισμό χωρίς εφόδια, όπως βρισκόμαστε στη θάλασσα χωρίς να ξέρουμε κολύμπι.  Τον απέφευγε σε όλη της τη ζωή, ήταν καλόβολη και δεν προκαλούσε. Δεν ήθελε να διεκδικήσει από άλλους για να μη διεκδικούν και οι άλλοι από αυτήν. Δεν δοκιμάστηκε στη ζωή της στον ανταγωνισμό, γιατί δεν είχε αδέλφια. Η αγάπη της μάνας της δεν μοιράστηκε ποτέ, γιατί ο πατέρας είχε η ίδια αποφασίσει ότι δεν μετρούσε. Αντιστεκόταν στη πραγματικότητα και επικαλείτο τις αρχές και τις αξίες της. Αυτή η αναγνώριση της στάσης της  την εξέπληξε. Έβλεπε μονόπλευρα την υπακοή και αγνοούσε ασυνείδητα ότι η ίδια τοποθετούσε υπερβολικές αξιώσεις στον εαυτό της. Αποτέλεσμα η εξάντληση και η απαξίωση για την ίδια την εργασία της.

Πολλές φορές στη διάρκεια των συναντήσεων μας αναρωτιόταν : <Γιατί το κάνω αυτό ; Γιατί δεν απαιτώ σεβασμό και αξιοπρέπεια στην αξιολόγηση της εργασίας μου; Τι με εμποδίζει να διεκδικήσω; >. Τα ερωτήματα αυτά ήταν μια νέα αρχή. Η Μυρτώ άρχιζε με τις ερωτήσεις που δεν είχαν απάντηση να τοποθετείται απέναντι στην ευθύνη της και στις επιλογές της. Όταν δεν βρίσκουμε απαντήσεις ψάχνοντας τον εαυτό μας, υπάρχει κάτι με το οποίο αρνούμαστε να αναμετρηθούμε. Τις περισσότερες φορές υπάρχει ένας φόβος, από τον οποίο προσπαθούμε να δραπετεύσουμε. Μασκαρεύουμε τις επιλογές μας με θέληση, εκεί που η θέληση υπηρετεί το φόβο μας.  Η Μυρτώ  έτρεμε την απόρριψη. Αισθανόταν ανυπεράσπιστη απέναντι στην άρνηση του άλλου. Για το λόγο αυτό υποχωρούσε και υποχωρούσε μέχρι που εξαντλείτο και έφευγε. Νικημένη  αλλά με τη ψευδαίσθηση ότι το αποφάσισε η ίδια. Παραιτήθηκε δεν απολύθηκε. Μπροστά στο φόβο της απόρριψης- απόλυσης  η υποταγή στο οτιδήποτε ήταν η επιλογή της, η νίκη της και η ήττα της.

Η Συμβουλευτική στην εργασία

Με την αναγνώριση του φόβου της, η Μυρτώ μπόρεσε να χαράξει μια διαφορετική πορεία στη τωρινή εργασία της. Δεν έγινε σε μια στιγμή αλλά η στιγμή, που πήρε το πηδάλιο της καριέρας της στα χέρια της ήταν φωτεινή για την ίδια. Άντεξε να διεκδικήσει, να απαιτήσει, να διαπραγματευτεί και κυρίως να εκφράσει την δυσαρέσκεια της. Να δυσαρεστήσει εάν ήταν αναγκαίο τον Άλλο, τον δυνατό.

Με τα δικά της λόγια :< Τι να πω εάν δεν παλέψεις για σένα την ίδια, ο Άλλος το ξέρει με κάποιο τρόπο και καταχράται το δικό σου μερίδιο. Αυτό το περισσευούμενο. Αφού μπορεί γιατί να μη το κάνει;>

Το χρέος απέναντι στον εαυτό μας είναι στην εργασία μας να χαράζουμε τα δικά μας μονοπάτια και να τα ακολουθούμε μέχρι εμείς να αποφασίσουμε να τα αλλάξουμε. Εμείς και κανένας Άλλος. Ο δυνατός μπορεί στο τέλος να μας απολύσει ή να αναγκαστούμε να παραιτηθούμε αλλά σε κάθε περίπτωση η διαδρομή μετρά. Το πηδάλιο είναι δικό μας. Το ζητούμενο να βρισκόμαστε πάντα μέσα στη πορεία μας, όπου και αν πηγαίνουμε. Το μεγαλύτερο εμπόδιο σε αυτό εμείς οι ίδιοι, οι φόβοι και οι συγκρούσεις μας. Εάν το δούμε έτσι η απόλυση ή η παραίτηση είναι πάντα δικές μας αποφάσεις. Έχουμε τον έλεγχο και αυτό είναι που μετρά και αξίζει.’ Έχουμε την ασφάλεια και έτσι δεν χρειαζόμαστε τη βεβαιότητα.