Ο σεβασμός είναι ένα άρρητο αίτημα, που διαπερνά τις ανθρώπινες σχέσεις. Σεβασμός και αυτοεκτίμηση, όροι όμοιοι αλλά διαφορετικής τάξης. Στις διαπροσωπικές σχέσεις το όριο αποκαλείται σεβασμός, σε προσωπικό επίπεδο το όρια τίθενται από την αυτοεκτίμηση.
Όλη η ανθρώπινη επικοινωνία είναι ανταλλαγή μηνυμάτων ή αλλιώς αιτημάτων. Επικοινωνούμε με τα λόγια, με τα έργα, με τις πράξεις, με τα επιτρέπεται και τα απαγορεύεται, με τις υποδείξεις και τις προσταγές. Μα πάνω από όλα επικοινωνούμε με τα πρόσωπα. Το πρόσωπο χρωματίζει την επικοινωνία και το πρόσωπο έχει όριο. Το Εγώ είμαι εγώ, ο εαυτός μου, το σώμα μου, τα λόγια μου, οι επιθυμίες μου. Κατέχω χώρο, και τον χώρο μου είναι αδύνατο να τον κατέχει κάποιος την ίδια στιγμή. Εάν μετακινηθώ, ο χώρος ελευθερώνεται και η αλλαγή θέσεων συνεχίζεται. Το χωρικό γίνεται και προσωπικό, όταν κάποιος δεν σέβεται την προσωπικότητα του άλλου και τον αγνοεί ή τον προσβάλλει ή του επιβάλλεται με την βία. Τότε ο σεβασμός εξαφανίζεται, η αυτοεκτίμηση πλήττεται και η επικοινωνία αφανίζεται.
Η ιστορία
Στη πρώτη συνάντηση δεν ήρθε γιατί ξεχάστηκε. Με πήρε ξανά τηλέφωνο για να βρεθούμε με την ελπίδα, όπως είπε, να συγκεντρωθεί και να εμφανιστεί. Η Μάγδα είναι όμορφη, με μια ομορφιά, που δεν είναι προσωπική αλλά ομόφωνη. Είναι μια επιτυχημένη επαγγελματίας, και μητέρα ενός αγοριού, που το μεγαλώνει μόνη της. Δεν παντρεύτηκε ποτέ και δεν σκοπεύει. «Δεν είμαι άνθρωπος συντροφικός και δεν μου αρέσει να μοιράζομαι τον χώρο και την ζωή μου», δήλωσε ήδη στην πρώτη συνάντηση μας. Ο λόγος της επίσκεψης: Ένας σύντροφος. Ο σύντροφος και πατέρας του παιδιού της. Η Μάγδα αγαπά αυτόν τον άντρα, που τον δέχτηκε δίπλα της για λίγο και αυτός απλώς άνοιξε την πόρτα και έφυγε. «Το έκανε έτσι απλά, χαιρέτησε και πήρε τα πράγματα του. Δεν ζήτησε τίποτα, μόνον δήλωσε ότι η συμβίωση μαζί μου ήταν για τον ίδιο εφιάλτης», μου είπε η Μάγδα. Την ρώτησα εάν ήταν έκπληξη, αν όντως την βρήκε απροετοίμαστη. «Μα φυσικά, δεν ήταν έκπληξη. Ήξερα ότι ήθελε να φύγει. Θεώρησα όμως ότι θα έμενε γιατί δεν είχε επιλογή. Ήταν ένας άνθρωπος χαμένος».
Η παιδική ηλικία
Η Μάγδα γνώρισε καλά μόνον την μητέρα της. Ο πατέρας της ταξίδευε πολύ και όταν ήταν σπίτι, ήταν μόνος. Ήταν επιλογή του. Δεν ήθελε κουβέντες, δεν ήθελε φίλους, δεν ήθελε παρέες. Ήθελε την σιωπή και την ησυχία. «Η σιωπή ήταν ο πατέρας και το γέλιο η μητέρα» μου είπε η Μάγδα. Η μητέρα είχε τις φίλες της και με τον καιρό ένα φίλο. Τον έβλεπε στο σπίτι. Η Μάγδα έξη χρονών μπερδευόταν για τους ρόλους. Το σωστό και το λάθος δεν την άγγιζε ακόμα. Είχε όμως μάθει να σιωπά. «Θεωρούσα ότι δεν ήταν δική μου δουλειά, ότι συνέβαινε. Αρκούσε η μαμά να ήταν χαρούμενη και να υπάρχουν ομιλίες στο σιωπηλό σπίτι μας».
Η ενηλικίωση
Στα δεκαοκτώ της χρόνια ήρθε και η πρώτη σχέση. Ήταν μεγαλύτερος και είχε οικογένεια. Η Μάγδα δεν προβληματίστηκε. Το θεωρούσε κάπως φυσιολογικό. Συνέβαινε στο σπίτι της ήταν κάτι οικείο. Δεν ήταν όμως το ίδιο για εκείνη και τη μητέρα. Η σχέση προκάλεσε μεγάλα προβλήματα και η Μάγδα φυγαδεύτηκε στην Αθήνα. Χωρίς τόπο και χωρίς ανθρώπους. Η Μάγδα έγινε στη συνείδηση όλων το παράδειγμα προς αποφυγή, μια αναξιοπρεπής φιγούρα, που έπρεπε να κρυφτεί ή να ξεχαστεί. Ο σεβασμός εξαφανίστηκε. Οι επιλογές της δεν μετρούσαν.
Βρήκε τον δρόμο της περνώντας από πολλές μικρές διαδρομές και φτάνοντας πολλές φορές σε αδιέξοδα. Τα βρήκε όλα και με κάποιο τρόπο ισορρόπησε. Ένα πράγμα δεν μπόρεσε να κάνει: Να σέβεται τον εαυτό της. «Νιώθω πως την άξιζα την εξορία. Έκανα πολλά λάθη και τα επαναλαμβάνω. Κανείς δεν με σέβεται. Κανείς δεν με εκτιμά. Το παρελθόν είναι εδώ μαζί μου. Δεν μπορώ να ξεφύγω από την ιστορία μου. Δεν αξίζω τον σεβασμό, για αυτό βρίσκω πάντα συντρόφους κατώτερους, ανθρώπους χωρίς επιλογές. Ακόμα και αυτοί όμως με εγκαταλείπουν».
Η ψυχοθεραπεία
Η Μάγδα είναι ευφυής με τη νόηση να στηρίζει σαν βράχος τη προσωπικότητα της. Το συναίσθημα την ανησυχεί και η πρόσβαση στο ψυχικό κόσμο της είναι περιορισμένη. Αναγνωρίζει με τη λογική “τα λάθη της”, αλλά δεν τα κατοικεί, δεν τα ονομάζει επιλογές. Δεν παραδέχεται την εκλογή της, πλησιάζει μόνο τη λογική της. Μολονότι διαθέτει αντίληψη και κρίση δεν αποδέχεται την ευθυκρισία της. Το παρελθόν κολλά στο παρόν, γίνεται ένα. Οι διαδρομές της δεν έχουν σημασία. Ακόμα και τώρα είναι η “εξόριστη”. Η ενοχή δεν θεραπεύεται, γιατί το αίτημα της Μάγδας είναι αμείλικτο: Πρέπει να σβηστεί το παρελθόν. Εκεί βρίσκεται η ευτυχία.
Η στάση ζωής της υπηρετεί ένα θολό μέλλον. Δεν καταδέχεται να αναζητήσει τίποτα από τον Άλλον, τον οποιονδήποτε άλλο στη ζωή της. Διακρίνεται στη στάση της μια αλαζονεία. « Εγώ πλήρωσα, ας πληρώσουν και οι άλλοι». Δεν διεκδικεί τον σεβασμό γιατί δεν βρίσκει τίποτα που να την κάνει υπερήφανη. Δεν καταδέχεται την εκτίμηση και δεν ασχολείται με την αυτοεκτίμηση. Είναι ο θυμός, ασίγαστος από την αδικία, από μια τιμωρία υπερβολική, που τροφοδοτεί “την πράξη”.
Ο λόγος που αναζήτησε μια αλλαγή στη ζωή της είναι η απώλεια του συντρόφου της και η ευθύνη του παιδιού. Τώρα την απασχολεί ο σεβασμός και διακρίνει την έλλειψη του. « Το παιδί μου δεν με σέβεται. Δεν με ακούει, δεν με υπολογίζει. Αισθάνομαι σαν να μην έχω φωνή».
Την φωνή αυτή αναζητά η Μάγδα. Μια φωνή αυτοεκτίμησης εφόσον καταφέρει να διεκδικήσει τον σεβασμό, που της ανήκει και δικαιούται. Στο τέλος όλα τα λάθη επανορθώνονται όταν τα αναγνωρίζουμε και αναλαμβάνουμε την ευθύνη.