Οι αδελφοί
Ο Κάϊν και ο Άβελ. Ο Κάϊν, ο πρωτότοκος, ο πρώτος αδελφοκτόνος. Δεν έλαβε την ευμένεια της προσφοράς του από τον Κύριο και <ηγανάκτησε σφόδρα και εκατηφίασε το πρόσωπον αυτού>. Ο Κάϊν, ο πρώτος αδελφοκτόνος εκδιώκεται επικατάρατος. Αναγνωρίζει το κρίμα του και παρακαλεί να μη συγχωρεθεί η αμαρτία του αλλά να τιμωρηθεί αυστηρότερα: όποιος τον βρει να περιπλανάται, να τον φονεύσει. Ο Κύριος όμως τον σημαδεύει, για να μη τον σκοτώσουν. Η τιμωρία του αυτή θα ήταν ελαφριά. Ο Κύριος τον θέλει φυγά και πλάνητα χωρίς λύτρωση. Αυτή είναι η τιμωρία. Χάνει το προνόμιο για το οποίο εγκλημάτησε. Δεν είναι πλέον ο εκλεκτός. Είναι διωκόμενος, είναι ξένος. Το μίσος του τον έθεσε εκτός. Δημιούργησε όμως ‘’πόλη’’, δηλαδή ένα πολιτισμό. Μήπως το μήνυμα είναι ότι ο πολιτισμός προϋποθέτει την αντιδικία και είναι έργο του ανθρώπου η υπέρβαση της;
Η σχέση δύο αρσενικών αδελφών πιθανόν χωρά την αντιδικία. Τα πρωτοτόκια έχουν υπόσταση, είναι οικογενειακός θεσμός, ιερός σαν τη συγγένεια. Η ζήλεια για τον πρωτότοκο πλανιέται και συζητιέται στην οικογένεια, δεν απαγορεύεται. Ο ‘’από τύχη’’ δευτερότοκος σμικρύνεται, αλλά αγαπιέται. Η μάνα δεν διαιρείται, άρα δεν μοιράζεται.
Με τις αδελφές δεν είναι το ίδιο. Είναι και αυτές μητέρες στα μάτια της γενιάς. Η ζήλεια είναι διαφορετική. Υπάρχει, αλλά κρυμμένη. Βιώνεται, δεν φωνάζει, αλλά δεν πράττεται. Τουλάχιστον τις περισσότερες φορές.
Οι αδελφές
Η Μαρία είναι αδελφή της Θάλειας. Η Θάλεια, η πρώτη κόρη, και η Μαρία που ήρθε στο κόσμο της τέσσερα χρόνια μετά. Ήρθε στο κόσμο της Θάλειας και λιγότερο στο κόσμο της οικογένειας. Γνώρισα τη Μαρία, ένα μικρό πλάσμα με τεράστια γαλανά μάτια όταν ήταν τεσσάρων χρονών. Γεννήθηκε λες για να μείνει πάντα μωρό. Δεν όριζε τίποτα. Ούτε τα χέρια της, ούτε τα πόδια της, ούτε το κεφάλι της. Είχε όμως ένα βλέμμα, που κοίταζε, έβλεπε και καταλάβαινε, επικοινωνούσε. Οι λέξεις λίγες και λαχανιασμένες. Στην επιστημονική ομάδα συλλογιστήκαμε πολύ για αυτό το παιδί. Τι ελπίδες είχε; Το Ίδρυμα αναπόφευκτο; Μπορούσαν να δημιουργηθούν ευκαιρίες και αν ναι, ποιές και από πού;
Κάποια στιγμή πλησίασα τη Θάλεια, που περίμενε υπομονετικά την αδελφή της. <Ξέρετε κυρία, μου είπε, η Μαρία είναι έξυπνη, πιο έξυπνη από μένα. Όταν το απόγευμα γυρίζω από το σχολείο με περιμένει να της διαβάσω και ξέρει πιο πολλά. Αλήθεια σας λέω. Είναι έξυπνη>. Κοίταζα από το παράθυρο τη Μαρία που αγωνιζόταν να μιλήσει, καθώς δεν έλεγχε την αναπνοή της και αποφάσισα να ακούσω τη Θάλεια. Την πρώτη δοκιμασία νοημοσύνης η Μαρία την πέρασε με την αδελφή της συμπαραστάτη στην επικοινωνία. Η Μαρία ήταν στην ανωτάτη κλίμακα. Ένα χρόνο και δύο χρόνια αργότερα τα αποτελέσματα επιβεβαιώνονται. Η Μαρία είχε πολύ υψηλό δείκτη νοημοσύνης.
Και τώρα τι; Αναρωτήθηκε η επιστημονική ομάδα. Πώς ένα τέτοιο παιδί θα μάθει. Δεν υπήρχε πρόσωπο ικανό να το διδάξει χωρίς μέσα ειδικά προσαρμοσμένα στη Μαρία. Στον τρίτο χρόνο, στην τρίτη δοκιμασία η Θάλεια, η άγρυπνη φίλη και αδελφή ανέφερε ένα συγγενή στην Αμερική. Τον θείο τον Μενέλαο. <Μήπως, με ρώτησε, μπορείτε να του γράψετε ; Ίσως εκεί βρεθεί μια λύση>. Η Μαρία πήγε στην Αμερική. Έφυγε όταν έγινε δέκα χρόνων μαζί με τη Θάλεια και τον πατέρα. Ήταν καλοκαίρι όταν η Θάλεια έφυγε και το φθινόπωρο γύρισε μόνη. Την έβλεπα να καθοδηγεί τη μητέρα της με στοχαστικό βλέμμα, όταν χρειαζόταν κάποιο χαρτί για το σχολείο της Μαρίας, εκεί μακριά, όπως έλεγε.
Συνάντησα τη Θάλεια μετά από χρόνια τυχαία σε ένα πολυκατάστημα. Ήταν είκοσι πέντε χρονών και εργαζόταν εκεί. Η συζήτηση ήρθε αμέσως και φυσικά για τη Μαρία, την οποία επισκέπτεται τα καλοκαίρια. Τη ρώτησα τι κάνει η ίδια. <Δεν βλέπετε, μου απάντησε. Τελείωσα το σχολείο και έπιασα δουλειά, εδώ. Ζω με τους γονείς μου και σκέπτομαι να παντρευτώ. Δε σπούδασα, εγώ δεν είμαι Μαρία, δεν έχω χάρισμα, δεν έχω το μυαλό της αδελφής μου. Η Μαρία εργάζεται στο Πανεπιστήμιο. Φτιάχνει, μου λέει, την επικοινωνία μας και εγώ όταν τη βλέπω γεμίζω υπερηφάνεια. Λέω στον εαυτό μου, τα καταφέραμε και είμαι ήσυχη>.
Η Θάλεια είναι η αδελφή της Μαρίας. Είναι τώρα μικρότερη, πολύ μικρότερη από την αδελφή της. Είναι, γιατί έτσι αισθάνεται. Το όνειρο της έχει διεύθυνση στα ξένα. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Εγώ όμως σκέπτομαι ότι όλοι εμείς κάτι πήραμε από τη Θάλεια. Αποφασίσαμε, σαν μεγάλοι άφρονες, να κάνουμε τους θεούς και της πήραμε τη παιδική ηλικία της . Ζητήσαμε τη θυσία για την αδελφή της και τη λάβαμε. Άραγε είχαμε το δικαίωμα; Δεν ξέρω. Θαρρώ πως δεν υπάρχει και απάντηση. Ίσως η σοφή Θάλεια να το θέλησε. Έτσι παρηγορούμαι και θωπεύω- την απορία μου.
Αδελφοί- Αδελφές: Ζήλεια που ενώνει
<Κάθε πρώτος ζηλεύει τον δεύτερο, τον παρείσακτο. Ο δεύτερος ζηλεύει τον πρώτο που ήρθε στον κόσμο. Το μοναχοπαίδι υποφέρει που είναι το μοναδικό παιδί της μητέρας του. Σε μια πολύτεκνη οικογένεια δεν είναι εύκολο να βρεις τη θέση σου. Δεν υπάρχει ιδανική λύση. Όμως υπάρχει κάτι ακόμη χειρότερο : να σου έχουν κλέψει την παιδική ηλικία>. Ζαν- Μπέρτραν Πονταλίς
Τη παιδική της ηλικία την έχασε η Θάλεια χωρίς να περάσει από τη λύτρωση της ζήλειας. Η παιδική ζήλεια πονάει αλλά διαμορφώνει. Θέτει τη εικόνα του εαυτού μας στον Άλλο και μας δίνει μια αναγνώριση. Αναγνωριζόμαστε μέσα από τη διαφορά. Μαθαίνουμε τον ανταγωνισμό και το μίσος στις σχέσεις προστατευμένοι από τη μητέρα μας και κυρίως μαθαίνουμε ποιοι θα μπορούσαμε να είμαστε, που δεν θα γίνουμε ποτέ. Τα αδέλφια μας ξεκινώντας από την ίδια οικογένεια θα επιλέξουν διαφορετικά. Ο αδελφικός ανταγωνισμός αποτρέπει τη συγχώνευση, δίνει χώρο στη διαφορά και στην επιλογή. Εξάλλου πάντα ο ανθρώπινος βίος βρίθει ανταγωνισμών. Εάν δε δοκιμάσουμε τον ανταγωνισμό στην οικογένεια είμαστε απροετοίμαστοι. Μπορεί ο φόβος του ανταγωνισμού να μας στερήσει χαρές που δικαιούμαστε ή αντίθετα να γίνουμε μοχθηροί υποταγμένοι στο μίσος γιατί δεν έχουμε τη γνώση της επανόρθωσης , που μας χαρίζεται στην οικογένεια. Στον οικογενειακό τόπο ο ανταγωνισμός και η αντιζηλία αναμειγνύονται γλυκαίνονται με την αγάπη. Γιατί η αγάπη ισορροπεί και προστατεύει.
Το μεγάλο παράδειγμα της Θάλειας και της σχέσης αυτών των αδελφών είναι ότι και η θυσία και η αγάπη και ο αλτρουισμός μπορεί να διαμορφώσουν ‘’πόλη’’. Ίσως όχι τόσο μεγάλη όσο αυτή του Κάϊν αλλά μικρότερες, που τις χρειαζόμαστε για να χαμογελάμε και να λέμε ότι η αγάπη έχει τίμημα, ίσως μεγαλύτερο από την αντιζηλία και το μίσος. Η πληρωμή όμως είναι ζωή χωρίς ενοχή. Ίσως ουτοπικό αλλά ζητούμενο!