Η μοναξιά είναι απειλή, η μοναχικότητα επιλογή

Η μοναξιά είναι απειλή, η μοναχικότητα επιλογή

Μοναξιά

Η μοναξιά είναι αδυσώπητος φόβος. Ψαλιδίζει την θέληση και υπαγορεύει συμβιβασμούς. Η επιθυμία κρύβεται και η τόλμη εγκαταλείπεται. Η μοναξιά προσανατολίζει και απαγορεύει. Επηρεάζει την αντίληψη και την κρίση. Υπομένουμε, αντέχουμε, ανεχόμαστε για να μην είμαστε μόνοι, μολονότι  αποδεχόμαστε να είμαστε εύθραυστοι και ευάλωτοι.

Μοναχικότητα

Η μοναχικότητα είναι επιλογή. Ο μοναχικός άνθρωπος βρίσκει θάρρος στην ύπαρξη του. Συμμορφώνεται αλλά δεν εγκαταλείπεται. Οι επιλογές του φωτίζουν  τον δρόμο του και έχει την τόλμη της άρνησης. Είναι αυτόνομος και  δυνατός. Αναγνωρίζει την επιθυμία του και υπομένει τη ματαίωση. Ενεργητικά δρα και σχεδιάζει τη ζωή του.  Δεν αρνείται τον φόβο της μοναξιάς αλλά γνωρίζει τρόπους να τον κοιτάζει κατάματα.

Η ιστορία

Ο Αλέξανδρος είναι ορφανός και αυτό ήταν το πρώτο που μου είπε  όταν συστηθήκαμε. Είναι τριάντα χρόνων και έχασε την μητέρα του στα δεκαεπτά. Έχει ένα πατέρα “που υπάρχει, δεν υπάρχει” ή καλύτερα όπως διόρθωσε ο ίδιος τον λόγο του “υπήρξε, δεν υπήρξε”. Ο πατέρας, κεντρική φιγούρα στην ζωή του Αλέξανδρου, κακοποιούσε τον ίδιο και τον μικρότερο αδελφό του με την απειλή. «Το ξύλο αντιμετωπίζεται, η απειλή του ξύλου είναι μετέωρη. Είναι σκέτος τρόμος, ένα κύμα πανικού από το οποίο δεν ξεφεύγεις ποτέ. Δεν ξέρεις πως είναι, ξέρεις ότι φοβάσαι κάτι δυνατό, που μπορεί να σε πληγώσει, που δεν σε πληγώνει σήμερα και λες την γλίτωσα, αλλά θα με πληγώσει αύριο και κάποια ημέρα δεν θα γλιτώσω», ήταν τα λόγια του Αλέξανδρου στην  προσπάθεια του να χωρέσουν όλα τα χρόνια απειλών και κακοποίησης από τον πατέρα του. Ο πατέρας  ύψωνε το χέρι απειλητικά  ουρλιάζοντας  και βρίζοντας και την τελευταία στιγμή χαμήλωνε το υψωμένο χέρι αναβάλλοντας την τιμωρία για αύριο και αύριο και για ένα σκοτεινό μέλλον.

Η μητέρα

Οι απειλές σημάδευαν τον Αλέξανδρο  αλλά υπήρχε μια ελπίδα. Όταν η μητέρα ήταν σπίτι ο πατέρας δεν απειλούσε. «Όμως η μητέρα δούλευε πολύ και ήταν ελάχιστα σπίτι. Τα Σαββατοκύριακα ήταν οι καλύτερες ημέρες της εβδομάδας. Τότε ήμουν ασφαλής», μονολόγησε ο Αλέξανδρος κάποια στιγμή. Τα χρόνια πέρασαν και οι απειλές περιορίστηκαν, όταν τα αγόρια μεγάλωσαν. Τότε είχαν αντίλογο και η απειλητική φιγούρα του πατέρα σαν να μίκρυνε.

Η μητέρα αρρώστησε όταν ο Αλέξανδρος ήταν δεκαπέντε χρόνων. Στα δύο χρόνια που κράτησε η ασθένεια ήταν δίπλα της και την φρόντιζε. Ο πατέρας απών. Με τον θάνατο της μητέρας ο Αλέξανδρος με τον αδελφό του βρέθηκαν μόνοι τους, κυριολεκτικά. Τους φρόντιζαν οι συγγενείς και πολλές φορές στερούνταν και  τα στοιχειώδη. Ο Αλέξανδρος το ίδιο καλοκαίρι τελείωσε το Λύκειο και πήγε φαντάρος. « Είχα μονίμως την αίσθηση του επείγοντος. Έτρεχα να ξεφύγω. Να κλείνω όλες τις πόρτες. Ακόμα και τώρα όπου μπαίνω και βγαίνω, κλείνω την πόρτα. Ο θάνατος της μητέρας μου έκλεισε με πάταγο την οικογένεια στο μυαλό μου. Αφού δεν είχα ποτέ, σταμάτησα  να προσποιούμαι ότι έχω»,  είπε προσπαθώντας να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του.

Η μοναξιά και η ψυχοθεραπεία

Ο Αλέξανδρος ήρθε με ένα αίτημα: Να αντιμετωπίσει ένα ανώνυμο φόβο, που  διέτρεχε σαν ρίγος όλη την ζωή του. Φοβόταν να φέρει την παραμικρή αντίρρηση στον οποιονδήποτε, φοβόταν τα πολυσύχναστα μέρη, φοβόταν να συναντήσει νέους ανθρώπους, φοβόταν να μιλήσει, πάγωνε όταν άλλαζε κάτι στην πραγματικότητα του. Ο φόβος του πατέρα, έγινε φόβος του εαυτού. Έτσι ο εχθρός έγινε φίλος και ο πατέρας έγινε ο προστάτης. Ένας προστάτης όμως αναξιόπιστος. Δεν ήταν πάντα εκεί και όταν έλειπε η μοναξιά για τον Αλέξανδρο γινόταν πανικός και απόλυτη αδυναμία. Η μοναξιά  αφάνιζε τον ενήλικο και ο Αλέξανδρος  χανόταν μέσα της και γινόταν ένα άβουλο παιδί. Δεν μπορούσε μόνος του να προγραμματίσει τίποτα. Ακόμα και η αίσθηση της ώρας εξαρτιόταν από τον πατέρα. «Ήταν το ξυπνητήρι μου για να πάω στην δουλειά. Ούτε αυτό δεν μπορώ να κάνω μόνος μου», μου είπε στην πρώτη συνάντηση.

Η μοναξιά στο παρόν

Το επείγον της αντιμετώπισης του φόβου οξύνθηκε με την επικείμενη αναχώρηση του πατέρα από το σπίτι. Ο Αλέξανδρος και η σχέση τους  αγνοήθηκαν. Το σχόλιο του πατέρα ήταν : «Πάτησε στα πόδια σου. Εγώ έκανα τα πάντα για εσένα αλλά τώρα πρέπει να κάνω τα πάντα για εμένα. Αρκετά».

Με τον Αλέξανδρο  αξιολογήσαμε και ιεραρχήσαμε τους φόβους του. Η μοναξιά και το κενό, που αισθανόταν μέσα της  ήταν η προτεραιότητα για τη στοιχειώδη οργάνωση της ζωής του. Η μοναξιά ήταν η σύγχρονη απειλή εκείνης της μακρινής παιδικής κακοποίησης. Έπρεπε να βρει τον δικό του τρόπο να την ατενίσει κατάματα. Δεν είχε ευτυχώς για εκείνον  επιλογή. Η πραγματικότητα τον πρόλαβε. Την πρώτη εβδομάδα της μοναξιάς του αποδιοργανώθηκε. Τα κατάφερε μόνο μια φορά να πάει στη δουλειά. Την δεύτερη ήταν καλύτερα και την τρίτη κάπως η ζωή του οργανώθηκε. «Σαν από μόνη της», όπως μου ανέφερε. Δεν ήταν μόνη της. Ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα του Αλέξανδρου ήταν οι μεγάλοι σύμμαχοι στον αγώνα του.

Η μοναξιά έχασε έτσι την οξύτητα της απειλής. Δεν ήταν πια φόβος, ήταν καθημερινότητα. Απλώς συνέβη. Οι άλλοι φόβοι πήραν περισσότερο χρόνο. Αλλά στο μεταξύ ο Αλέξανδρος ήρθε σε υποχρεωτική επαφή με τη μοναχικότητα. Ανακάλυψε ότι οι ώρες της μοναξιάς του άρεσαν. Σκεφτόταν πράγματα, προγραμμάτιζε την εβδομάδα του και βρήκε χρόνο να ασχοληθεί με τον χώρο του. Ο κόσμος του κατοικήθηκε και ήταν ένας κόσμος μοναχικός αλλά χωρίς μοναξιά.

Επίλογος

Κάθε σχέση έχει ως βάση την  απόσταση και την συνεχή  διαπραγμάτευση μεταξύ της ατομικότητας και της αφοσίωσης στον άλλο. Ο φόβος της μοναξιάς καταργεί την απόσταση και χάνεται το το όριο των σχέσεων. Το εγώ δεν αναδιαμορφώνεται, η απελπισία δεν αποφεύγεται, η ευθύνη δεν αναλαμβάνεται. Η προσωπικότητα αποδιαρθρώνεται και ακολουθεί  συναισθηματική στρέβλωση. Το μόνο που μας προφυλάσσει είναι να κατανοήσουμε  το σχέδιο, έχοντας πάντα την έγνοια του εαυτού μας, μεριμνώντας για το που θέλουμε  να πάμε  και τι μπορεί να χρειαστούμε αύριο.