Η ενοχή, ο χρόνος και η σκιά της

Η ενοχή, ο χρόνος  και η σκιά της

Η ενοχή δεν συμπίπτει με τη συνείδηση. Η συνείδηση την εμπεριέχει, αλλά και την καταργεί. Η ενοχή είναι η ατελεύτητη τιμωρία. Είναι μια αυτόματη και αδιαπραγμάτευτη υπακοή. Είναι μια εσωτερική φωνή που ψιθυρίζει “δεν έπρεπε” χωρίς να ξεκαθαρίζει πάντα “το πρέπει”. Δεν ξεπλένεται όπως η ντροπή. Χαράσσει  δρόμους και εμφανίζεται ξανά και ξανά, εκεί που φαίνεται ότι το δράμα έχει παιχτεί και το θέατρο έχει τελειώσει.

Η ενοχή στην οικογενειακή ιστορία

Η Μαριάνθη είναι το πρώτο παιδί της οικογένειας. Έχει μια μικρότερη αδελφή, υπό την προστασία της, τότε και τώρα που πλησιάζουν τα σαράντα. Το σπίτι τους ήταν ζωντανό και θορυβώδες με τις γιαγιάδες να μεγαλώνουν τα παιδιά. Η ζωντάνια των συγγενών έκρυβε την απουσία του πατέρα και παρηγορούσε την έλλειψη της μάνας.

Η μητέρα εργαζόταν πολύ και ο πατέρας ζούσε αλλού. Η Μαριάνθη από τα παιδικά της χρόνια θυμάται τον πατέρα “ όμορφο σαν τον άνεμο”. « Στον άνεμο δεν στηρίζεσαι απλώς σε παρασύρει», μου είπε κάποια στιγμή. Η ανεμοδούρα στην οικογένεια διαρκεί μέχρι τα δώδεκα χρόνια της Μαριάνθης και μετά συμβαίνει η μεγάλη αλλαγή. Ξαφνικά το σπίτι σιώπησε. Η σιωπή κυριαρχεί στην αρχή απαρατήρητη και μετά επίμονη. Οι γονείς του πατέρα έφυγαν, η απουσία κυριάρχησε. Οι αδελφές μένουν με την γιαγιά, μια γυναίκα πονεμένη, που χρειαζόταν η ίδια φροντίδα, χρειαζόταν μία κόρη, και δεν την είχε.

Η Μαριάνθη προσπαθεί και πασχίζει. Δεν θυμάται σχεδόν τίποτα από την εφηβεία της. Ένας διαρκής αγώνας, μια θάλασσα από ευθύνες. Φροντίζει την γιαγιά της, μεγαλώνει την αδελφή της, διακρίνεται στο σχολείο. Κάθε βράδυ, η μητέρα με ένα πικρόχολο μορφασμό, κρίνει, συγκρίνει, αποδοκιμάζει. Είναι αμείλικτη σε κάθε λάθος, τιμωρεί κάθε παράβλεψη. «Ένα πράγμα, που με πικραίνει ακόμα, είναι ότι ποτέ δεν αναρωτήθηκε αν πράγματι μπορούσα να πάρω την ευθύνη, που μου έδωσε. Δεν είχα τις γνώσεις, πελάγωνα στις αμφιβολίες», είναι τα σημερινά λόγια της Μαριάνθης, που συνοδεύουν τις αναμνήσεις.

Η ενοχή στον θάνατο

Το διαζύγιο των γονιών συμπίπτει με τον θάνατο της γιαγιάς. Το σπίτι γεμίζει σκιές και οι τρεις γυναίκες δεν το κατοικούν απλώς το χρησιμοποιούν. Η μοναξιά βαθαίνει και η Μαριάνθη ανακαλύπτει τον χρόνο. Ο χρόνος την γυρνάει πίσω. Ελέγχει, κατηγορεί, απελπίζεται. « Εάν και μόνον εάν είχα κάνει περισσότερα για την γιαγιά, ίσως να ζούσε. Έβλεπα το παράπονο και τη μοναξιά της και δεν έκανα αρκετά. Ίσως εάν ήμουν καλύτερη και με λιγότερες απαιτήσεις , η μητέρα να ήταν πιο χαρούμενη. Πρέπει να είμαι δυνατή, να βάλω στο πλάι τον εαυτό μου για να υποστηρίξω την μητέρα. Από αύριο θα είμαι καλύτερη», υποσχόταν καθημερινά στον εαυτό της, χωρίς να ξέρει το καλύτερα. Καταλήγει να συρρικνώνει τον εαυτό της , μέχρι η ενοχή και  το καθήκον να σκεπάσουν την ζωή της. Δεν είναι πια σκιές, είναι η καθημερινότητα.

Η θλίψη γίνεται κατάθλιψη και η παραίτηση πολλαπλασιάζει την πτώση. Οι αποτυχίες συσσωρεύονται και η Μαριάνθη κατηγορείται και κατηγορεί τον εαυτό της. Τα τρία χρόνια που ακολούθησαν είναι ένα κενό στη μνήμη της. Θυμάται μόνο να κοιμάται. Ίσως είναι και αυτό μια παρηγοριά.

“Σώζεται” τρία χρόνια μετά με την είσοδο της σε ένα Πανεπιστήμιο μακριά από το σπίτι της. Αυτό “το μακριά” γίνεται το μοτίβο της ζωής της. Δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ στο σπίτι, δεν θα ζητήσει ποτέ τίποτα από την οικογένεια της, δεν θα προσφέρει ποτέ τίποτα στην οικογένεια. « Έγινα ορφανή από επιλογή», θα μου πει χρόνια μετά.

Η ενοχή στο παρόν

Η Μαριάνθη γκρέμισε τις γέφυρες και τις έκανε άμμο. Επάνω της περπάτησε πολλά χρόνια με το βαρύ φορτίο της ενοχής και ενός  χρέους, που δεν είχε νόημα. Απλώς υπήρχε. Επέτυχε την χειραφέτηση αλλά δεν επέτυχε την εξιλέωση. Η σημερινή, βαριά ασθένεια της μητέρας, την γυρνάει χρόνια πίσω. Σκάβει μέσα της να βρει λύπη, να πενθήσει πριν το τέλος. Ξέρει ότι το χρειάζεται αλλά δεν υπάρχει τίποτα. ”Η εικόνα” της μητέρας δεν απεικονίζεται.

« Πρέπει κάτι να αισθάνομαι. Γεμίζω ενοχές και αναρωτιέμαι εάν έρθει αργότερα η λύπη, το πένθος το λυτρωτικό. Πασχίζω να διακρίνω μια στιγμή επαφής, να πω και να ακούσω λόγια αγάπης.  Δεν μπορεί το παρελθόν και η σκιά του να είναι τόσο σκοτεινή επάνω μου, να μου κρύβουν τον ορίζοντα», συλλογίζεται και ψιθυρίζει  σήμερα.

Η ψυχοθεραπεία

Η ψυχοθεραπεία για την Μαριάνθη είναι μια βαθιά και κοπιώδης αναζήτηση της αυτογνωσίας. Αναζητά μια έλλειψη, εκεί, που θα “έπρεπε “ να βρίσκεται κάτι. Δεν υπάρχει πλεόνασμα συναισθήματος αλλά έλλειμμα. Το έλλειμμα όμως δεν αναγνωρίζεται ποτέ εκτός αν υφίσταται ένα κενό, κάτι που υπήρχε κάτι και απωλέστηκε. Η αγάπη  και το πένθος της απώλειας  που αναζητούνται, συσκοτίζονται από την  ενοχή και το χρέος.

Η Μαριάνθη δεν αγαπήθηκε γενναιόδωρα. Δεν αγαπήθηκε για αυτό που είναι αλλά για τις πράξεις που έκανε ή δεν έκανε, για το καθήκον που καλείτο να υπηρετήσει. Η αγάπη της δινόταν πάντοτε υπό όρους. Οι όροι, που αφανίζουν το πρόσωπο, και παραμερίζουν την  ύπαρξη. Η Μαριάνθη αναζητά ακόμα αυτή την χαμένη παιδική αγάπη, την οποία δεν αξιώθηκε και η ευκαιρία να την αποκτήσει χάθηκε για πάντα. Η ενοχή και η σκιά της εμπεριέχουν μια άρρητη ανάληψη ευθύνης : «Εγώ φταίω, που δεν αγαπήθηκα. Πρέπει να υπάρχει κάτι λάθος με εμένα», είναι τα λόγια της Μαριάνθης, τα οποία επαναλαμβάνει ξανά και ξανά.

Η ενοχή στον χρόνο

Ο χρόνος είναι σημαντικός. Προσφέρει, επιτρέπει ή αφαιρεί. Ο χρονισμός στην διάρκεια του ανθρώπινου βίου απεικονίζεται στην ηλικία. Όσο η ηλικία προχωρά, χάνεται και αντίστοιχα κερδίζεται κάτι, πρόσφορο ανά ηλικιακή περίοδο. Η αγάπη  “των άνευ όρων” προσφέρεται μόνο στην παιδική ηλικία. Μετά σαρώνεται από τα “πρέπει και τα οφείλεις”. Για την αποδοχή του εαυτού, για την ικανοποίηση και μόνο από την ύπαρξη μας, οφείλουμε να φιλιώσουμε με τις απώλειες, που συσσωρεύονται στο χρόνο, και να αναγνωρίσουμε ότι πολλές φορές είμαστε υποκείμενα του ακυβέρνητου τυχαίου. Οι επιλογές των άλλων μας τραυματίζουν και μας πληγώνουν. Τότε καλούμαστε να αναλάβουμε τον πόνο αλλά και να αρνηθούμε την αλλότρια ενοχή. Τότε η σκιά της ενοχής γίνεται η σκιά ενός δένδρου  ένα καλοκαιρινό απομεσήμερο.