Η αγάπη Δεν απαιτεί θυσία

Η αγάπη Δεν απαιτεί θυσία

Η αγάπη βρίσκεται στην απόσταση και στην εγγύτητα, ανάμεσα στην καθαρή απομάκρυνση και την κατοχή. Η ανθρώπινη αγάπη είναι άνοιγμα και υπέρβαση. Είναι ένα  τόλμημα  μιας καινούργιας ιστορίας, με τις ελπίδες της, τις αυταπάτες και τις αποτυχίες της. Η αγάπη  είναι επίσης οι στιγμές του μοιράσματος, του εγωισμού που μοιράζεται στα δύο. Είναι  το χάρισμα του εαυτού, χωρίς θυσία αλλά με γενναιοδωρία. Η αγάπη απεχθάνεται το κλείσιμο, τις άμυνες, την άρνηση και υπαγορεύει  το άνοιγμα στο Παιδί, που έχουμε μέσα μας.

Η ιστορία

Ο Ευάγγελος (επινοημένη ταυτότητα) είναι γιατρός. Το επάγγελμα του είναι η εκπλήρωση μιας παιδικής επιθυμίας του να προσφέρει. Σαν παιδί ήταν υπάκουος, πειθήνιος αλλά ποτέ υποτακτικός. Ήθελε να τον αγαπούν και να το αισθάνεται. Αποζητούσε  την ανθρώπινη επαφή, ανακάλυπτε πάντα το καλό στον Άλλον, τον οποιοδήποτε Άλλον και δεν απογοητευόταν αν δεν το έβρισκε.

Ο Ευάγγελος βίωσε νωρίς την οδύνη του χωρισμού. Όταν ήταν δώδεκα χρονών, ο αδελφός του, πέντε χρόνια μεγαλύτερος, έφυγε από το σπίτι και πήγε σε μια άλλη χώρα για να “γιατρευτεί”. « Δεν έφυγε, τον έστειλαν σε μια κλινική, γιατί δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, δεν τα κατάφερνε να τελειώσει το σχολείο, έτσι μου είπαν τότε». Ο Ευάγγελος δεν κατάλαβε πολλά. «Θα έπρεπε να έχω καταλάβει περισσότερα, ίσως θα έπρεπε να έχω κάνει κάτι» σκέφτεται τώρα σαράντα χρόνια μετά.

Η αδελφική σχέση

Η αδελφική σχέση ήταν καθοριστική. Αυτός ο αδελφός, που η απουσία του ήταν μεγαλύτερη από την παρουσία του, υπήρξε  σημαντικός και σπουδαίος στη ζωή του Ευάγγελου. Τον συναντά πέντε χρόνια αργότερα αλλά  βρίσκεται καθημερινά μαζί του στους ψιθύρους και στις σιωπές της οικογένειας του. Όταν επιστρέφει είναι ένας άλλος. Δεν είναι ο αδελφός που έφυγε. «Είναι θυμωμένος, οργισμένος, ουρλιάζει και σπάει πράγματα στο σπίτι. Μόνο με εμένα είναι καλός. Ίσως καταλαβαίνει ότι εγώ τον νοιάζομαι και τον αγαπώ. Είναι ο αδελφός μου, που έφυγε, και δεν είναι αυτός ο  άλλος, που γύρισε. Δεν με πείραζαν ειλικρινά οι φωνές και τα σπασίματα. Τον ήθελα εκεί δίπλα να τον φροντίζω, συμμεριζόμουν πλήρως  την οργή του».

Ο αδελφός φεύγει ξανά ,όταν ο Ευάγγελος μπαίνει στο Πανεπιστήμιο. Ο Ευάγγελος τώρα έχει λόγο. Διαφωνεί με τους γονείς του, κλαίει, απειλεί, φεύγει από το σπίτι για ένα μήνα. Η απόφαση τους είναι αμετάκλητη. Ο Ευάγγελος δεν τα εγκαταλείπει· ξοδεύει τα φοιτητικά του χρόνια σε καθημερινές επισκέψεις στον αδελφό του. « Τότε τον γνώρισα καλά. Ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος, όταν η ασθένεια του τον άφηνε να σκέπτεται. Μου έμαθε την οικογενειακή ιστορία μας με την δική του ματιά και περισσή ευαισθησία. Μου δίδαξε την κατανόηση και την αποδοχή», μου είπε ο Ευάγγελος χρόνια αργότερα. Οι γονείς του Ευάγγελου πέθαναν αργότερα  όταν ο ίδιος είχε δύο γιους. Ο αδελφός του πέθανε πέντε χρόνια μετά τους γονείς και ποτέ δεν θέλησε να φύγει από την κλινική, όπου νοσηλευόταν. Τα παιδιά του Ευάγγελου γνώρισαν τον θείο τους και τον αποδέχτηκαν σαν μακρινό μέλος της οικογένειας.

Η αγάπη στη διαδρομή

Ο Ευάγγελος στην δική του οικογένεια συνέχιζε να προσφέρει και να νοιάζεται. Για πολλά χρόνια η οικογένεια του ήταν όλος ο κόσμος του. Η προτεραιότητα ήταν τα παιδιά και οι ανάγκες τους. Οι δικές του επιθυμίες μπορούσαν να περιμένουν, έτσι έλεγε στον εαυτό του. «Η αγάπη θέλει θυσία. Εγώ το μερίδιο μου το αφιέρωσα στα παιδιά μου. Η ζωή των παιδιών δεν μπορεί να περιμένει. Εγώ έχω χρόνο μπροστά μου», ισχυριζόταν δικαιολογώντας τις δύσκολες αποφάσεις του.

Η αγάπη και η αγωνία σήμερα

Η κρίση επήλθε με τον μεγαλύτερο γιό του. Ένα παιδί με πολλές δυνατότητες, ανεξάρτητο,  ατίθασο, δυναμικό, αυταρχικό, αγενές· ένα παιδί ‘με τον δικό του δρόμο’, όπως τον περιέγραψε  ο Ευάγγελος. Στη διαφωνία με τον γιό του, που αφορούσε τις σπουδές και το επάγγελμα του, ο Ευάγγελος βρέθηκε ανίσχυρος. Δεν είχε επιχειρήματα και η επίκληση της θυσίας του χλευάστηκε και ταπεινώθηκε. «Η θυσία, του είπε ο γιος του, είναι ανιδιοτελής. Δεν  απαιτεί πληρωμή και κυρίως δεν απαιτεί θυσία για τη θυσία. Ο καθένας κάνει τις επιλογές του».

Ο Ευάγγελος  κλονίστηκε. Η υπαρξιακή βεβαιότητα με την οποία πορευόταν, έγινε μίζερη αμφισβήτηση και αμφιβολία. « Άραγε είμαι υποκριτής, προσποιούμαι και εξαπατώ, παριστάνω σαν θυσία την αδυναμία μου και κρύβω τη λαχτάρα μου για έλεγχο πίσω από την αφοσίωση και την ανιδιοτέλεια;».

Απάντηση δεν υπήρχε και όσο αγωνιζόταν για  την αλήθεια τόσο μεγάλωνε η οργή του. Για τον ίδιο και για την θυσία του, που τώρα δεν είχε όνομα. Στην προσπάθεια του γιού του για συζήτηση και διευκρινίσεις αρνήθηκε κατηγορηματικά.  Ο θυμός  του Ευάγγελου δεν είχε πρόσωπο γιατί δεν είχε νόημα. Αισθανόταν μια ενοχή, που τροφοδοτούσε τον θυμό, αλλά και αυτή δεν είχε φωνή. Δεν μπορούσε να  αντικρίσει τον θυμό εάν δεν έλυνε το αίνιγμα. Το αίνιγμα της θυσίας του.

Η Ψυχοθεραπεία και η λύση του αινίγματος

Ο Ευάγγελος πορευόταν με οδηγό τις  ανάγκες  των άλλων. Δεν συναντούσε την επιθυμία του, δεν διατύπωνε και δεν απεικόνιζε την έλλειψη του. Ήταν ο δικός του τρόπος  να αγαπά. Την δική του ανάγκη να αγαπιέται  την απωθούσε. Ήταν ενάντια στα ιδεώδη του. Ο ίδιος ήταν ο δυνατός και ο παντοδύναμος. Δεν είχε ανάγκη να τον αγαπούν, μόνο να αναγνωρίζουν την προσφορά του και την θυσία του. Πολύ αργότερα αναγνώρισε  την πεποίθηση του ότι δεν άξιζε την αγάπη κανενός, εφόσον ο ίδιος δεν απαρνιόταν πρώτα τον εαυτό του. Δεν άντεχε να είναι ο εκλεκτός κανενός, γιατί και ο αδελφός του δεν υπήρξε ποτέ ο εκλεκτός των γονιών του. Ο φόβος του ήταν το άνοιγμα και η διεκδίκηση· είχε δει από νωρίς τι συνέβη στον αδελφό του και δεν άντεχε να είναι ευάλωτος. Η θυσία τον έκανε δυνατό και  νόμιζε ότι αφορούσε  τον άλλο, ενώ ουσιαστικά ήταν η  δική του έλλειψη. Ήταν το προσωπικό του κάλεσμα  στον άλλο.

Η αναγνώριση της έλλειψης και επιθυμίας του για αγάπη ήταν η λύση του αινίγματος της θυσίας και συνάμα η ολοκλήρωση του κύκλου της αγάπης.